-
1 πύανον
-
2 ποῦαν
-
3 πύανος
A = κύαμοι ἑφθοί, Hsch.; neut. pl. [full] πύανα, Hp.Mul.2.113 (one cod.); cf.sq. -
4 σωσίβιοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωσίβιοι
-
5 σαύσαξ
Grammatical information: acc. pl.Meaning: a leguminou plant (Com. Adesp.); σαύσακας τυροὺς ἁπαλοὺς εὑτρόφους. καὶ δοκοῦσι δε οὗτοι ἐπιφόρους ποιεῖν πρὸς συνουσίαν H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: By Solmsen Wortforsch. 133 doubting connected with σαυκρόν, σαυχμόν etc. (s. on σαύρα). Pisani Ist. Lomb. 73: 2,25 n. 1 reminds, also hesitating, of σαυσαρόν ψιθυρόν H., which he translates with `secco' and connects with σαυκόν (s. v.). But σαυσαρόν means rather `whispering, rustling' and is clearly onomatopoeic; from it σαυσαρισ-μός m. (Arist.: *σαυσαρίζω like ψιθυρίζω) as des. of a language disorder. -- Furnée 301 n. 32 connects, doubtlessly correctly, σώσικες οἱ ἑφθοί κύαμοι H., which shows that the word is Pre-GreekPage in Frisk: 2,684Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαύσαξ
См. также в других словарях:
πύανος — και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α 1. έδεσμα από βρασμένο σιτάρι 2. στον πληθ. οἱ πύανοι οι κύαμοι, τα κουκιά 3. (κατά τον Ησύχ.) «πούαμος κύαμοι ἑφθοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κύαμος, χωρίς όμως να είναι δυνατόν… … Dictionary of Greek
πούανοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «κύαμοι ἑφθοί, ὄσπριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. πύανοι] … Dictionary of Greek
σώσικες — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἑφθοὶ κύαμοι» … Dictionary of Greek