Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κύαμοι ἑφϑοί

См. также в других словарях:

  • πύανος — και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α 1. έδεσμα από βρασμένο σιτάρι 2. στον πληθ. οἱ πύανοι οι κύαμοι, τα κουκιά 3. (κατά τον Ησύχ.) «πούαμος κύαμοι ἑφθοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κύαμος, χωρίς όμως να είναι δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • πούανοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «κύαμοι ἑφθοί, ὄσπριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. πύανοι] …   Dictionary of Greek

  • σώσικες — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἑφθοὶ κύαμοι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»